- παραχωρίζω
- παραχωρ-ίζω,A hand over, θανάτῳ π. condemn to death, SIG684.20 (Dyme, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραχωρίζω — Α παραδίδω («κρίνας ἔνοχον θανάτῳ παρεχώρισα» τόν έκρινα ένοχο και τόν παρέδωσα νά θανατωθεί, τόν καταδίκασα σε θάνατο, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χωρίζω (< χῶρος), πρβλ. κατα χωρίζω] … Dictionary of Greek
παραχωρίσῃς — παραχωρίζω hand over aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρίσας — παραχωρίσᾱς , παραχωρίζω hand over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)